- φλοίσβισμα
- dalga sesi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φλοίσβισμα — το, ατος φλοίσβος, το να παράγεται φλοίσβος: Το σιγανό κυματάκι έχει απαλό φλοίσβισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλοίσβισμα — το, Ν [φλοισβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλοισβίζω, ο φλοίσβος … Dictionary of Greek